παρῳκοδομήκασιν

παρῳκοδομήκασιν
παρῳκοδομήκᾱσιν , παροικοδομέω
build across
perf ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παροικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῡν», Θουκ.) 2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”